σπαράσσω

σπαράσσω
ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α
(ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ' ἀπ' ὀστέων, Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ.
1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο
2. μέσ. σπαράζομαι
δοκιμάζομαι σκληρά («η χώρα σπαράζεται από τον εμφύλιο πόλεμο»)
3. φρ. «σπαράζω στο κλάμα» — κλαίω γοερά
αρχ.
1. (για δαιμόνιο) παραμορφώνω λόγω ισχυρής συγκίνησης, συνταράζω, συγκλονίζω («σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῡμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν... ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῡ», ΚΔ)
2. μτφ. ενοχλώ υπερβολικά, προσβάλλω («ἄνδρα... σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.)
3. μέσ. τίλλω, μαδώ («οὐ σπαράξομαι κόμαν», Ευρ.)
4. φρ. α) «σπαράσσω τὸ στόμα τῆς κοιλίας»
ιατρ. προκαλώ ασθένεια
β) «σπαράσσομαι ἀνημέτως» — αγωνιώ χωρίς να μπορώ να κάνω εμετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, κατά τα ρ. πατάσσω, ταράσσω, τινάσσω. Κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί < σπαίρω «σπαρταρώ» + επίθημα -άσσω, ενώ, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, < σπώ «κομματιάζω, κατασπαράζω» + επίθημα -άσσω, αναλογικά προς τα παραπάνω ρήματα. Ορισμένοι, εξάλλου, εντάσσουν τον τ. στην ευρύτατη και συγκεχυμένη οικογένεια τών λ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg- «τινάζω» (πρβλ. σπαργῶ*, σφαραγοῦμαι). Κατ' άλλους, τέλος, το ρ. συνδέεται με το αρμ. p'ert «σχισμένο ύφασμα». Ο νεοελλην. τ. σπαράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐσπάραξα τού αρχ. σπαράσσω, κατά το σχήμα ἔκραξα: κράζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπαράσσω — tear pres subj act 1st sg σπαράσσω tear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξουσι — σπαράσσω tear aor subj act 3rd pl (epic) σπαράσσω tear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπαράσσω tear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξω — σπαράσσω tear aor subj act 1st sg σπαράσσω tear fut ind act 1st sg σπαράσσω tear aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράττῃ — σπαράσσω tear pres subj mp 2nd sg (attic) σπαράσσω tear pres ind mp 2nd sg (attic) σπαράσσω tear pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσπαραγμένα — σπαράσσω tear perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσπαραγμένᾱ , σπαράσσω tear perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσπαραγμένᾱ , σπαράσσω tear perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρασσομένων — σπαράσσω tear pres part mp fem gen pl σπαράσσω tear pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρασσόμεθα — σπαράσσω tear pres ind mp 1st pl σπαράσσω tear imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρασσόμενον — σπαράσσω tear pres part mp masc acc sg σπαράσσω tear pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρασσόντων — σπαράσσω tear pres part act masc/neut gen pl σπαράσσω tear pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραττομένων — σπαράσσω tear pres part mp fem gen pl (attic) σπαράσσω tear pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”